ἀπότομος

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότομος Medium diacritics: ἀπότομος Low diacritics: απότομος Capitals: ΑΠΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: apótomos Transliteration B: apotomos Transliteration C: apotomos Beta Code: a)po/tomos

English (LSJ)

ον,

   A cut off, στροφέων ἀ. μῆκος πήχεων πέντε IG11(2).287 A49 (Delos, iii B.C.); esp. sheer, precipitous, ἀ.ἐστι ταύτῃ ἡ ἀκρόπολις Hdt.1.84, cf. 4.62; ἀ. ἐκ θαλάττης Pl.Criti. 118a; τὰ ἀ. precipices, Philostr.VA3.4; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, S.OT877 (lyr.). Adv. -μως, ἔχειν Philostr.VA2.5.    2 metaph., severe, relentless, λῆμα E.Alc.981 (lyr.); κρίσις LXX Wi.6.6. Adv. -ως ib.5.22, Plb.18.11.2, Plu.Crass.3, etc.; brusquely, prob. l. in Cic.Att.10.11.5.    b of persons, severe, Ph.2.268.    c of gladiatorial combats, a fight to a finish, ἑνόζυγον ἀπότομον IGRom. 4.1632; ἀπότομα alone, μουσεῖον καὶ Βιβλ. 1876/8 No.153; μονομαχιῶν τρεῖς ἡμέρας ἀποτόμους Inscr.Magn. 163.10, cf. IGRom.3.360.9 (Sagalassus), CIG2880 (Branchidae).    3 concise, συγκεφαλαίωσις Plb.9.32.6.    4 c. gen., οἱ καθηγητῶν οὕτως ἀπότομοι γενηθέντες offshoots of our founders, Phld.Lib.p.22 O.    5 ἀπότομοι· οὐκ ἐνεργοί, Hsch.: ἀπότομον· τὸν μὴ ἄξιον προσόψεως, Id.    II absolute: Adv. -μως absolutely, οὐδὲν τῶν τοιούτων ἐστὶν ἀ. οὔτε κακὸν οὔτ' ἀγαθόν Isoc.6.50, cf. D.61.4; ἀ. ἀληθής Phld.Mus.p.98 K.; precisely, in the strictest sense, τοῖς ὀνόμασι χρῆσθαι Isoc.9.10.

German (Pape)

[Seite 331] abgeschnitten, a) von Bergen, schroff, steil, χωρίον Her. 1, 84. 4, 62; καὶ ὑψηλός Plat. Critia 118 a; ὄρη Xen. An. 4, 1, 2 u. öfter Folgde; übertr., streng, grausam, ἀνάγκη Soph. O. R. 877; so adv. bei Cic. Att. 12, 6. – b) kurz, συγκεφαλαίωσις Pol. 9, 32, 6. – c) bes. im adv., von Anderen abgeschnitten, für sich betrachtet, absolut, Dem. 61. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότομος: -ον, ἀπόκρημνος, ἀπ. ἐστι ταύτῃἀκρόπολις Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. 4. 62· ἀπ. ἐκ θαλάττης Πλάτ. Κριτί. 118Α· ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, μεταφορικῶς ἐκ τῆς θέσεως ἐκείνου ὅστις περιπατῶν αἴφνης εὑρίσκει ἑαυτὸν παρὰ τὸ χεῖλος κρημνοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 877· πρβλ. αἰπὺς ὄλεθρος. 2) μεταφ., αὐστηρός, ἀδυσώπητος, ἀποτόμου λήματος Εὐρ. Ἄλκ. 983· κρίσις Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 6). 3) σύντομος, συγκεφαλαίωσις Πολύβ. 9.32,6. ΙΙ. ἀπόλυτος, ἐπίρρ. -μως, ἀπολύτως, ἀκριβῶς, Ἰσοκρ. 126Β, Δημ. 1402. 16, ἴδε Jacobson εἰς Ἐπιστ. Πολυκάρπ. 6.