περιφροσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A cunning, Them.Or.21.259b, Coluth.197(pl.).
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, = περιφρόνησις, im plur., Coluth. 196.
Greek (Liddell-Scott)
περιφροσύνη: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ παραφρ-, Κόλουθ. 196, Θεμίστ. 259Β.
Full diacritics: περιφροσύνη | Medium diacritics: περιφροσύνη | Low diacritics: περιφροσύνη | Capitals: ΠΕΡΙΦΡΟΣΥΝΗ |
Transliteration A: periphrosýnē | Transliteration B: periphrosynē | Transliteration C: perifrosyni | Beta Code: perifrosu/nh |
ἡ,
A cunning, Them.Or.21.259b, Coluth.197(pl.).
[Seite 599] ἡ, = περιφρόνησις, im plur., Coluth. 196.
περιφροσύνη: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ παραφρ-, Κόλουθ. 196, Θεμίστ. 259Β.