μονοζυγής
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
Full diacritics: μονοζῠγής | Medium diacritics: μονοζυγής | Low diacritics: μονοζυγής | Capitals: ΜΟΝΟΖΥΓΗΣ |
Transliteration A: monozygḗs | Transliteration B: monozygēs | Transliteration C: monozygis | Beta Code: monozugh/s |
ές, = sq.,
A σάνδαλον APl.4.308 (Eugenes).
[Seite 203] = Folgdm, σάνδαλον, Euen. ep. (Plan. 308).
μονοζυγής, -ές (Α)
μονόζυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. ισο-ζυγής, καλλι-ζυγής].