ἀφέψω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
(later ἀφεψ-άω, part.
A -ῶντες Olymp. in Mete.164.35), Ion. ἀπέψω:—purify or refine by boiling off the refuse, boil down, καρπόν Hdt. 2.94; τι εἰς τὸ τρίτον Dsc.5.6; esp. free of dross, refine, χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας Id.4.166; τὸν Δῆμον ἀφεψήσας . . καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ar.Eq.1321, cf. 1336:—Pass., ὕδωρ ἀπεψημένον Hdt. 1.188, cf. Hp.Aër.8, Dsc.2.107. 2 boil off, τοῦ ὕδατος μέρος τι Arist.Mete.359a30:—Pass., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρόν Id.Pr.933b15; τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Plb.34.10.12; cf. ἄπεφθος.
German (Pape)
[Seite 409] (s. ἕψω), abkochen, ὕδατος ἀπεψημένου Her. 1, 188; ἀπέψουσι 2, 94; Sp., z. B. Ath. X, 429 c; vom Golde Pol. 34, 10. Bei Ar. Equ. 1315 (vgl. 1333) enthält Δῆμον ἀφεψήσας eine Anspielung auf die Medea, die durch Kochen ihren Vater verjüngte.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέψω: μέλλ. ἀφεψήσω, Ἰων. ἀπέψω, κτλ. ― Καθαρίζω, διυλίζω, ἢ «λαγαρίζω» διὰ βρασμοῦ, καρπὸν Ἡρόδ. 2. 94· ― ἰδίως, βράζω τι μέχρις ἀπαλλαγῆς αὐτοῦ ἀπὸ σκωρίας καὶ ἀκαθαρσίας, καθαρίζω, «λαγαρίζω», χρυσίον καθαρώτατον ἀπεψήσας ὁ αὐτ. 4. 166· τὸν Δῆμον ἀφεψήσας .. καλὸν ἐξ αἰσχροῦ πεποίηκα Ἀριστοφ. Ἱππ. 1321, πρβλ. 1336: ― Παθ.. ὕδωρ ἀπεψημένον Ἡρόδ. 1. 188. Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ὥσπερ ἀφηψημένον τὸ τοῦ Νείλου ὕδωρ ἐστὶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 258. 2) καταναλίσκω διὰ βρασμοῦ, τοῦ ὕδατος μέρος τι Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 37: ― Παθ., ἀφέψεται τὸ ἁλμυρὸν ὁ αὐτ. Πρβλ. 23, 18· τοῦ ὀγδόου μόνον ἀφεψηθέντος Πολύβ. 34. 10, πρβλ. ἄπεφθος.