πατριωτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to a πατριώτης or πατριά, ἀργύριον BCH 50.16 (Delph., iv B. C.); τεμένη Arist. Oec. 1346b15 ; ἱερά Dicaearch. Hist.9.
German (Pape)
[Seite 536] dem oder zu dem πατριώτης gehörig; Arist. oec. 2, 4; ἱερά, Dicaearch. bei St. B. v. πάτρα.
Greek (Liddell-Scott)
πατριωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πατριώτην ἢ πατριάν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4. 1. Δικαίαρχ. παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. πάτρα.