παλαιοπράγμων
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A gloss on παλαιοθέτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 445] Erkl. von παλαιοθέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιοπράγμων: -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλαιοθέτης.