ἀρχιπροφήτης
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ου, ὁ,
A chief prophet, Ph.1.594; chief of προφῆται (q. v.), PGen.7.5 (i A.D.), Ps.-Callisth.3.34:—hence ἀρχι-προφητεία, ἡ, PGen.36.5 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, der erste, höchste Prophet, Clem. Al. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιπροφήτης: -ου, ὁ πρῶτος τῶν προφητῶν, Φίλων 1. 594, Κλήμ. Ἀλ. 356.