ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
Full diacritics: μίνθος | Medium diacritics: μίνθος | Low diacritics: μίνθος | Capitals: ΜΙΝΘΟΣ |
Transliteration A: mínthos | Transliteration B: minthos | Transliteration C: minthos | Beta Code: mi/nqos |
ὁ,
A human ordure, Mnesim.4.63.
[Seite 188] ὁ, Menschenkoth, Hesych.
μίνθος: ὁ, ἢ μίνθα, ἡ, «ἀνθρωπεία κόπρος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. μίνθα, «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος μίνθος» Σουΐδ. ἐν λέξ. μινθώσομεν.