ληματιάω

From LSJ
Revision as of 09:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημᾰτιάω Medium diacritics: ληματιάω Low diacritics: ληματιάω Capitals: ΛΗΜΑΤΙΑΩ
Transliteration A: lēmatiáō Transliteration B: lēmatiaō Transliteration C: limatiao Beta Code: lhmatia/w

English (LSJ)

   A to be high-spirited, v.l. in Ar.l.c.

German (Pape)

[Seite 39] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.

Greek (Liddell-Scott)

λημᾰτιάω: (λῆμα) ἔχω λῆμα, θάρρος, τόλμην, εἶμαι εὔτολμος, ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ φρονηματίας, μεγαλόφρων, καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ αὐτοῦ ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.