κίχλη
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
[ῐ by nature], ἡ,
A thrush (a generic term, including various species, Arist.HA617a18), κ. τανυσίπτεροι Od.22.468, cf. Ar.Av.591, etc.:—Dor. κιχήλα Epich.157, Ar.Nu.339:—late Gr. κίχλα Alex. Tralk.1.10, Gp.15.1.19. II sea-fish, a species of wrasse, Epich. 60, Antim. ap. Ath.7.304e ('Antiphanes' codd.), Diocl.Fr.135, Arist. HA598a11, Nic.Fr.59, Numen. ap. Ath.7.305c, Opp.H.1.126, 4.173: later κίχλα, Alex.Trall.1.15.
German (Pape)
[Seite 1444] ἡ, 1) Drossel, Krammetsvogel; κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι Od. 22, 468; Ar. Av. 591 u. Folgde; vgl. Arist. H. A. 9, 20 u. Ath. II, 64 f; Sp. auch κίχλα, vgl. κιχήλα. [Die erste Sylbe ist kurz bei Telecl. Ath. VI, 268 c.] – 2) auch ein Meerfisch von ähnlicher Farbe; Arist. H. A. 8, 13; Ath. VII, 305 b.
Greek (Liddell-Scott)
κίχλη: ῐ φύσει, ἡ, «τσίχλα», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς τρία εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. κιχήλα, Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. ἰχθὺς θαλάσσιος labrus, κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3.