ἀκρότης
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ητος, ἡ, (ἄκρος)
A highest pitch, Hp.VM22. II extreme, opp. μεσότης, Arist.EN1107a8; ἀμφοτέρας παθεῖν τὰς ἀ. Diog Oen. Fr.38: metaph., excellence, perfection, ἡ ἀνυπέρεκτος ἀ. Phld.D.3.5, cf. D.H.Dem.2, etc.; summit, Procl.Inst.147.
German (Pape)
[Seite 85] ητος, ἡ, das äußerste Ende, das Höchste, Extrem, Arist. Eth. 2, 6, 17; oft Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρότης: -ητος, ἡ, (ἄκρος) = τὸ ἄκρον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17. Ἀριστ. Φυτ. 2. 9. 12. ΙΙ. ἄκρον (κατὰ τὸ ὕψος) κατ᾿ ἀντίθ. πρὸς τὸ μεσότης, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2.6, 17: μεταφ., τὸ ἔξοχον, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 2, κτλ.