δίκροος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
α, ον, contr. δίκρους, α, ουν; or δικρόος, contr. δικροῦς, ᾶ, οῦν; also written δίκρος, α, ον:—
A forked, cloven, γλώσσημα A.Fr. 152, cf. X.Cyn.10.7; ξύλον Timocl.9.6; χηλή Arist.HA590b25, etc.; of a serpent's tongue, Id.PA660b6, al.; of the womb, in selachians, Id.HA511a6; of muscles and tendons, Gal.2.369; δίκρα ῥίζα Thphr. HP9.11.3; δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν—κεκράγμασιν (παρὰ προσδοκίαν for ξύλοις) Ar.Pax637; δίκρουν or δικροῦν, τό, bifurcation, Hp.Coac. 225, cf. Pl.Ti.78b; also δικρόα, ἡ, X.Cyn.9.19, Thphr.HP2.6.9.
German (Pape)
[Seite 630] od. δικρόος, zsgzgn δίκρους u. δικροῦς, = δίκρανος, Phryn. p. 233; nach Lobeck von κρόω (κρούω); zweispitzig, doppelt, z. B. δικροῖς ἐώ θουν τὴν θεόν (vgl. δίκρανος) Ar. Pax 637; Arist. H. A. 4, 2 part. anim. 2, 17, u. öfter die erste Form; δίκροον ξύλον, Gabel, Timocl. com. Ath. VI, 243 c; ἡ δικρόα, Spalt, Einschnitt, Arist. H. A. 3, 1. Auch δικρός, Xen. Cyn. 10, 7; od. δίκρος, z. B. δίκρα ὄψις Aesch. frg. 42. Vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Paralip. I p. 42.
Greek (Liddell-Scott)
δίκροος: -α, -ον, ἢ δικρόος, συνῃρ. δίκρους, ουν, ἀμφίβολον τὸ δίκρος, α, ον·― ὡς τὸ δίκραιος, δίκραιρος, δισχιδής, δύο ὀδόντας ἢ χηλὰς ἔχων, Ξεν. Κυν. 10, 7· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 20, κτλ.· ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ ὄφεως, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 6 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς μήτρας, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 20· δίκροις ἐώθουν τὴν θεὸν ― κεκράγμασιν (κωμικῶς ἀντὶ ξύλοις) Ἀριστοφ. Εἰρ. 637· ― δίκρουν, τό, τὸ δίκρανον, Ἱππ. Κωακ. 156Α, Πλάτ. Τιμ. 48Β· ἀσυναιρ. δικρόα, ἡ, Ξεν. Κυν. 2, 7., 9, 19. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει Β. 70.