παιπάλη
English (LSJ)
ἡ (redupl. from πάλη (B))
A the finest flour or meal, Ar.Nu.262; π. ἀλφίτων Apollon. ap. Gal. 12.502, v.l. in Dsc.3.39: metaph., λέγειν γενήσει . . παιπάλη, i. e. a subtle talker, Ar.Nu.260, cf. sq. and πασπάλη.
German (Pape)
[Seite 442] ἡ (vgl. πάλη), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; παιπάλη ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη, Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.
Greek (Liddell-Scott)
παιπάλη: [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ πάλη, ἴδε πάλλω (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον ἄλευρον, ἡ ἄχνη, Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. πασπάλη), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., παιπάλη λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, αὐτόθι 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ πασπάλη. - Καθ’ Ἡσύχ: «παιπάλη· ἄλευρον λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ τυχόν», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.