τονικός

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονικός Medium diacritics: τονικός Low diacritics: τονικός Capitals: ΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: tonikós Transliteration B: tonikos Transliteration C: tonikos Beta Code: toniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for stretching, capable of extension, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί Arist.PA693b12.    2 Mus., τὸ τονικὸν [χρῶμα] (opp. τὸ ἡμιτόνιον (fort. ἡμιόλιον, cf. Cleonid. Harm.7) and τὸ μαλακόν), one of the three forms of χρῶμα or chromatic scale, S.E.M.6.51.    3 of or for accents, τονικὰ παραγγέλματα A.D.Adv.181.9 (so περὶ τ. π., treatise by Jo.Alex.); τὸ -κόν A.D.Pron.35.13.    4 resulting from τόνος 11.4, κίνησις, of God, opp. μεταβατικῶς κινούμενος, Stoic.2.149, cf. 147, al.    5 contractile, ἐνέργεια, of a muscle, Gal.4.436; [πέπερι] στομάχου -ώτερον Id.6.265. Adv. -κῶς Id.4.435.

German (Pape)

[Seite 1127] durch Spannung bewirkt, tönend, in einem Tone bestehend, Sp.; – τὸ τ., der ganze Ton, S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

τονικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ ἐκτείνῃ τι, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 14. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς τόνου συνιστάμενος, τὸ τονικόν, ἀντίθετον τῷ ἡμιτόνιον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 51. 3) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόνους, ὁ περὶ τόνων, Γραμμ.· - Ἰω. ὁ Ἀλεξανδρεὺς κατέλιπεν ἡμῖν πραγματείαν ἐπιγραφομένην τονικὰ παραγγέλματα.