ληκυθουργός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, = ληκυθοποιός, Plut. Pericl. 12, nach Reiske für λινουργός.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.