ἐπίκρανον
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
τό,
A that which is put on the head, head-dress, cap, E.Hipp.201 (anap.), Ph.2.309. II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.
German (Pape)
[Seite 953] τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκρᾱνον: τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, κάλυμμα κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = κιονόκρανον, ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ ἐπίκρανον, ὅπερ ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους μᾶλλον οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D.