προσκατακτάομαι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A acquire besides, Plb.15.4.4, D.S.2.32. II get made, Sor.1.4.
German (Pape)
[Seite 768] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben; ἀρχήν, Pol. 15, 4, 4; D. Sic. 2, 32.
Greek (Liddell-Scott)
προσκατακτάομαι: κατακτῶμαι, κυριεύω προσέτι, προσκατακτήσασθαι τὴν ἐκείνου ἀρχὴν Πολύβ. 15. 4, 4, Διόδ. 2. 82.