πανάθεστος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ον, (θέσσασθαι)
A quite inexorable, Hsch. (παναίθετος cod.).
German (Pape)
[Seite 456] ganz unerbittlich, πάντα ἀπαραίτητος, Hesych., wo aber παναίθετος verschrieben ist.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάθεστος: -ον, (θέσασθαι) ὅλως ἀδυσώπητος, «πάντῃ ἀπαραίτητος» Ἡσύχ.· Κῶδ. παναίθετος.