διόπτρα
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
ἡ,
A optical instrument for measuring angles, altitudes, etc., Euc.Phaen.p.10M., Plb.10.46.1, Attal. ap. Hipparch.1.10.24, Gem. 1.4, Ptol.Alm.5.14, etc.; ἡ τῶν δ. θεωρία Gem.5.11. 2 aperturesight in a torsion-engine, Ph.Bel.64.9, 76.48. II plate of talc for glazing windows, Str.12.2.10. III = διαστολεύς, Aët.16.89, Paul.Aeg.6.73. IV σημεῖον ἐν θυτικῇ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 634] ἡ, alles, wo man hindurchsieht; – a) ein optisches Instrument mit Visiren zum Höhenmessen u. Nivelliren, Suid.; Pol. 10, 46, 1; vgl. Schneider ecl. phys. p. 267. – b) Fensterscheibe von Frauenglas, Strab. XII, 2 p. 540. – c) Bei Galen. eine Sonde, = διαστολεύς.
Greek (Liddell-Scott)
διόπτρα: ἡ, ὀπτικόν τι ἐργαλεῖον πρὸς καταμέτρησιν ὕψους, πρὸς καθορισμὸν τοῦ ἐπιπέδου, κτλ., Πολύβ. 10. 46. 1. ΙΙ. πίναξ ἐξ ἀργυρολίθου (εἶδος σχιστολίθου διαφανοῦς) χρησιμεύων διὰ τὰ παράθυρα ἀντὶ ὑάλου, Στράβων 540. ΙΙΙ. = διαστολεύς, Γαλην. 2, 93D.