προχώρησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A going forth, ἐς ἄφοδον Hp.Fract.16 (pl.). II advance of the tide, Thphr.Metaph.29 (pl.); progress, τὴν π. ποιουμένη [φιλοσοφία] lamb.Protr.21.κ'; musical progression, Id.VP26.121; arithmetical series, Id.in Nic. p.63 P.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Fortschreiten, Vorangehen, Plat. Tim. 40 c, v. l. προσχώρησις; Hippocr. u. Sp. der Fortgang, das Gedeihen.
Greek (Liddell-Scott)
προχώρησις: ἡ, τὸ προχωρεῖν, προβαίνειν, εἴς τι Ἱππ. π. Ἀγμ. 763· πρόοδος, ἡ διὰ τῶν ἀσωμάτων... τὴν προχώρησιν ποιουμένη (φιλοσοφία) Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 354 ἔκδ. Kiessl.