συμπεριλαμβάνω
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
A gather together, τὸ τοῦ ἱματίου περικεχυμένον Sor.Vit.Hippocr.12; enclose or include together, [τοῖς νεύροις] ὀστᾶ καὶ μυελόν Pl.Ti.74d, cf. Hp.Fist.4; τὰ ᾠά Arist.HA549a33; πολλὴν ἀναθυμίασιν Id.Mete. 358a33:—Pass., Pl.Ti.83d. 2 embrace, include, τὰ γένη ib.58a; comprehend in a treaty with others, ἐν ταῖς συνθήκαις Philipp. ap. D. 18.77 (Pass.), cf. Decr. ap. eund.18.29, Epicur.Nat.28.9; embrace in the same history, Plb.8.11.4, cf. D.S.16.94, etc.:—Pass., ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arist.Top.142a31, cf. Thphr.HP6.1.1, al.; ὅπως -ληφθῶμεν ἐν ταῖς συνθήκαις SIG591.64 (Lampsacus, ii B.C.). 3 in literal sense, embrace, Act.Ap.20.10. II Med., take part in together, τινος Luc.Dom.4codd. συμπερι-ληπτέον, one must include, Thphr. HP6.6.1.
German (Pape)
[Seite 986] (s. λαμβάνω), mit, zugleich, zusammen umfassen; Plat. Tim. 58 a 83 d; Dem. u. Folgde, τὶ τῇ ὑποθέσει, Pol. 8, 13, 4; auch = mit dem Verstande begreifen, Arist. de anim. 1, 2, – συμπεριληψόμενος τῶν περὶ τοῦ ἔρωτος λόγων, Luc. de dom. 4.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριλαμβάνω: ὡς καὶ νῦν, περιλαμβάνω ὁμοῦ, περικλείω, περιέχω ὁμοῦ, [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) περιλαμβάνω συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη αὐτόθι 58Α· περιλαμβάνω ἐν συνθήκῃ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· περιλαμβάνω ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος εἴς τι, μετέχω ὁμοῦ, τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.