παθολογικός
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ή, όν,
A treating of feeling or sensation, τρόπος, opp. αἰτιολογικός, Epicur. Nat.143 G.; treating of the passions, τόπος Stob.2.7.2; τὸ π. μέρος the branch of science which treats of disease, pathology, Gal.14.689.
German (Pape)
[Seite 437] ή, όν, von den Leidenschaften handelnd, sich darauf beziehend, Stob. Bei den Aerzten ἡ παθολογική, die Wissenschaft von den Krankheiten, Pathologie.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰθολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ πάθη, πραγματευόμενος περὶ παθῶν, λόγος Στοβ. Ἐκκλ. 2. 52· - ἡ παθολογικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ περὶ νόσων ἐπιστήμη, ἡ «παθολογία», ΙΙ. 280Α.