κλῶσμα
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ατος, τό, (κλώθω)
A clue, Nic.Fr.72.1, Paus.6.26.7. 2 thread, LXXNu.15.38. 3 metaph., thread of fate, κλώσματα θεῖα τελῶν IG12(7).123 (Amorgos).
German (Pape)
[Seite 1459] τό, das Gespinnst; Nic. Ath. IX, 372 e; Paus. 6, 26, 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῶσμα: τό, τὸ κεκλωσμένον, νῆμα, κλωστή, Νικ. παρ’ Ἀθήν. 372Ε, Παυσ. 6. 26, 7.