περισσόμυθος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ον,περισσολόγος,
A superfluous, E.Fr.52. Adv. in form περισσο-μῡθεί (s. v.l.), Phld.Rh.1.101 S.
German (Pape)
[Seite 592] = περισσολόγος, λόγος π., überflüssige Rede, Eur. frg. Alex. 16.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόμῡθος: -ον, = περισσολόγος, Εὐρ. Ἀποσπ. 53.