μηκωνίς

Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Dor. μᾱκ-, ίδος, ἡ,

   A wild lettuce, Lactuca scariola, Nic.Th.630, Inscr.Prien.171, BGU1118.13; in full, μ. θρίδαξ Gal.13.173.    2 a form of spurge, Hp.Int.7.    II as Adj., = μηκώνειος, μακωνίδες ἄρτοι Alcm.74 B.

German (Pape)

[Seite 172] ίδος, ἡ, θρίδαξ, Mohntätlich, von dem dem Mohn ähnlichen weißen Safte benannt, Sp. Bei Nic. Ther. 630 substantivisch. – Μακωνίδες ἄρτοι, Mohnbrode, Alcman. bei Ath. III, 41 a.

Greek (Liddell-Scott)

μηκωνίς: Δωρ. μᾱκωνίς, ίδος, ἡ, εἶδος θρίδακος (μαρουλίου) ἔχοντος ὀπὸν ὅμοιον πρὸς τὸν τῆς μήκωνος, Νικ. Θηρ. 630. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., παρεσκευασμένος μετὰ μήκωνος, μακωνίδες ἄρτοι Ἀλκμὰν 61.