ἀπαιτέω

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτέω Medium diacritics: ἀπαιτέω Low diacritics: απαιτέω Capitals: ΑΠΑΙΤΕΩ
Transliteration A: apaitéō Transliteration B: apaiteō Transliteration C: apaiteo Beta Code: a)paite/w

English (LSJ)

   A demand back, demand to have returned, esp. of things forcibly taken or rightfully belonging to one, Hdt.1.2; εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22; τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς Diph.43.34; τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ BCH7.278 (Tralles); τὴν ψυχήν Ev.Luc.12.20; ἀ. τινά τι demand something of one, Hdt. 8.122, E.Hel.963, Ar.Av.554, D.1.22; εὐθύνας ἀ. τινά Id.18.245; also ἀ. ὅπλα τοῦ πατρός S.Ph.362; χάριν ἀ. τινά Pl.Phdr.241a, etc.; τι παρά τινος Arist. de An.408a18; also ἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων A.Ch.398; λόγον ἀ. τινὰ περί τινος Pl.R.599b; ἀ. ὑπέρ τινος ib.612d; ἀ. ὑποσχέσεις Arist.EN1164a17: c. inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν τι E.Supp.385.    b call down on oneself, ποινάς Jul.Or.2.59a (and so Med., ib.58a).    c of things, require, νοῦσοι -έουσι σικύην Aret.CA1.10; περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον Plu.Agis16: abs., ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν Ael. Tact.15.1.    2 inquire, ἀπαιτήσομεν αὐτὸν τίνες εἰσίν Str.12.3.24.    II Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.5.35.    2 of persons, have demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν X.Ap.17; τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Wi.15.8; ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται BGU1058.33 (i B.C.); yield to a request, οὐκ ἀπαιτούμεσθα, answering to ἀπαιτῶ σκῆπτρα, E.Ph.602.

German (Pape)

[Seite 275] 1) ab-, zurückfordern, Ἑλένην Her. 1, 3; ὅπλα τοῦ πατρός Soph. Phil. 362; bes. von Dingen, die man von Rechtswegen fordert, eintreiben, δίκας ἐξ ἀδίκων Aesch. Ch. 392; τὴν ἀρχὴν τὸν Δία Ar. Av. 554; μισθόν τινα Xen. An. 7, 6, 17; τὰ ὅπλα ἀπαιτεῖ, ἑαυτοῦ γὰρ εἶναί φησιν 2, 5, 38; ἀπῄτουν σε, ἃ ὑπέσχου 7, 7, 21; λόγον τινά, Rechenschaft fordern, Plat. Rep. X, 599 b; τὸ δάνειον Dem. 34, 12; χρήματα Lept. 11; χρέος ἀπαιτεῖσθαι, um eine Schuld gemahnt werden; τινὰ χάριν ἀντί τινος Lys. 18, 23; pass., ἐμὲ μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen. Apol. 17. Ein übertragenes Amt wieder abnehmen, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτέω: μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ μισθάριον γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι παρά τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· ὡσαύτως, ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· χάριν ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι παρά τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· ὡσαύτως, ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα περί τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος αὐτόθι 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ δαπάνη τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ τέλος Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602.