ἐναγής

From LSJ
Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰγής Medium diacritics: ἐναγής Low diacritics: εναγής Capitals: ΕΝΑΓΗΣ
Transliteration A: enagḗs Transliteration B: enagēs Transliteration C: enagis Beta Code: e)nagh/s

English (LSJ)

ές,

   A = ἐν ἄγει ὤν, under a curse or pollution because of bloodshed, of the Alcmeonidae, Hdt.1.61, 5.70 sq.; ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῖντο Th.1.126; ἐναγὴς τοῦ Ἀπόλλωνος Aeschin.3.110: Sup., Hermog.Inv.1.4.    II in S.OT656 (lyr.), τὸν ἐναγῆ φίλον one who has invoked a curse upon his head (in case of treachery).

German (Pape)

[Seite 824] ές (s. ἅγος), fluchbeladen, auf dem ein schweres Verbrechen, eine Blutschuld, u. deshalb der Fluch der Götter u. Menschen lastet, Her. 5, 70; ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Thuc. 1, 126; ἐναγὴς ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος Aesch. 3, 110, der sich an diesem Gotte versündigt hat; Sp., wie D. Cass. 53, 17. Bei Soph. O. C. 656, ch. erkl. der Schol. καθαρός, der den Göttern durch einen Eid verpflichtet ist, also im Falle des Eidbruchs deren Fluch auf sich ladet; so Aesch. Suppl. 116 θεοῖς ἐναγέα τέλη. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰγής: -ές, ἐν ἄγει ὤν, ὑπὸ κατάραν, ἔνοχος ἀνοσιουργήματος, μεμιασμένος ἐκ φόνου γενομένου ἐντὸς ναοῦ ἢ ἀλλαχοῦ, κατηραμένος, ἀφωρισμένος, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, Λατ. piacularis, περὶ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν, Ἡρόδ. 1. 61., 5. 70 κἑξ.· ἀπὸ τοῦ φόνου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ ἐκαλοῦντο Θουκ. 1. 126· οὕτως, ἐναγὴς τοῦ Ἀπόλλωνος Αἰσχίν. 69. 13. ΙΙ. ἐν Σοφ. Οἰδ. Τ. 656, τὸν ἐναγῆ φίλον, τὸν δεδεσμευμένον δι’ ἀρᾶς ἐναντίον ἑαυτοῦ (ἐν περιπτώσει προδοσίας), Λατ. sacer (ἔνθα ὁ Musgr. προὔτεινε τὴν γραφ. ἀναγῆ = καθαρόν, ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ταύτην δὲ τὴν ἔννοιαν θέλει νὰ δώσῃ καὶ ὁ Σχολ. εἰς τὴν λέξιν, λέγων: «τὸν ἐναγῆ, τὸν σοὶ νομιζόμενον ἐναγῆ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Jebb ἐν τόπῳ).