ἀποτήκω

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτήκω Medium diacritics: ἀποτήκω Low diacritics: αποτήκω Capitals: ΑΠΟΤΗΚΩ
Transliteration A: apotḗkō Transliteration B: apotēkō Transliteration C: apotiko Beta Code: a)poth/kw

English (LSJ)

   A meltaway from, αὐτῆς τῆς φύσεως ἀ. meltaway a part of .., Pl.Ti.65d; τετυλωμένα βλέφαρα ἀ. reduce them, Dsc.5.99: metaph., Plu.2.451f:—Pass., ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Hdt.1.50, cf. Epicur. Ep.2. p.49U.; ἀπετάκησαν οἱ μασθοί (prob. for ἀπετάθησαν,), Luc. DMort.28.2.

German (Pape)

[Seite 330] zerschmelzen, durch Zerschmelzen verzehren, Plat. Tim. 65 d; pass., hinschwinden, ἀπετάκη Her. 1, 50; Luc. Mort. D. 28, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτήκω: μέλλ. -ξω, ἀποχωρίζω τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, τήκω, «λυώνω», ὥστε ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2.