ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
[Seite 1033] ἡ, äol. dasselbe, Eur. El. 625; vgl. Giese Aeol. Dial. S. 286.
ἔροτις, ἡ (Α)
εορτή, πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος και εορτή].