πρώξ

From LSJ
Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώξ Medium diacritics: πρώξ Low diacritics: πρωξ Capitals: ΠΡΩΞ
Transliteration A: prṓx Transliteration B: prōx Transliteration C: proks Beta Code: prw/c

English (LSJ)

ἡ, gen. πρωκός,

   A dewdrop, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.Ap.41, Hsch.

German (Pape)

[Seite 803] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥςπερ ὁ τέττιξ, Theocr. 4, 16. Nach den Alten von πρωΐ, eigtl. Thautropfen.

Greek (Liddell-Scott)

πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερτέττιξ Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».