χρυσοειδής
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ές,
A like gold, γῆ Pl.Phd. 110c; χρῶμα X.Cyr.7.1.2, cf. Thphr.HP6.3.5; μέλι Arist.HA627a2; κόμη Plu.2.771b; of a kind of jaundice, Hp. ap. Herod.Med(?). in Rh.Mus.49.554.
German (Pape)
[Seite 1380] ές, goldartig, goldähnlich; γῆ Plat. Phaed. 110 e; χρῶμα Xen. Cyr. 7, 1,1; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοειδής: -ές, ὅμοιος χρυσῷ, γῆ Πλάτ. Φαίδων 110C· χρῶμα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2· μέλι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· κόμη Πλούτ. 2. 771Β. - Ἐπίρρ. -δῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σελ. 81, 5.