πολύηχος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A = πολυηχής, γῆρυς, θάλασσα, Ph.1.373, Sch.S.Aj.695: metaph., χωρίον ψυχῆς Ph.1.372; βίος ταραχώδης καὶ π. noisy, Epict.Gnom.1. Adv. -χως Ael.NA12.28.
German (Pape)
[Seite 663] = πολυηχής, Sp.; ᾄδειν πολυήχως, Ael. H. A. 12, 27.
Greek (Liddell-Scott)
πολύηχος: -ον, = πολυηχής, Φίλων 1. 372, κτλ.· μεταφ., βίος τραχώδης καὶ π., θορυβώδης, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. τ. 1. 46. Ἐπίρρ. -χως, Αἰλ. π. Ζ. 12. 28.