Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταθμητός

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμητός Medium diacritics: σταθμητός Low diacritics: σταθμητός Capitals: ΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: stathmētós Transliteration B: stathmētos Transliteration C: stathmitos Beta Code: staqmhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.

German (Pape)

[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.