βότρυς
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
υος, ὁ (heterocl. pl. βότρυα, τά, Euph.149),
A bunch of grapes, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν Il.18.562, etc.: pl., grapes, Hp.Vict.2.55: prov., βότρυς πρὸς βότρυν πεπαίνεται Jul.Or.7.225b. 2 = sq. 1, βότρυς κόμης AP 5.286 (Agath.), cf. Nonn.D.1.528, etc. 3 clustered ear-ring, Ar.Fr.320.10. II = ἀμβροσία and ἀρτεμισία, Dsc.3.114. 2 oak of Jerusalem, Chenopodium Botrys, ib.115. III the Pleiades, Sch.Il.18.486.
German (Pape)
[Seite 455] υος, ὁ, 1) die Weintraube, Il. 18, 562 (ἅπαξ εἰρημ.); Ar. Equ. 1072 u. öfter; Plat. βοτρύων (was freilich auch von βότρυον herkommen kann) Legg. VII, 844 d. – Bei Diosc. ein wohlriechendes Kraut. – 2) = βόστρυχος, bei sp. D., z. B. ἐθείρης Nonn. D. 1, 528; χαίτης Agath. 21 (V, 287). – Ohrgehänge, Ar. Poll. 7, 95.
Greek (Liddell-Scott)
βότρυς: -υος, ὁ, σταφυλή, μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν Ἰλ. Σ. 562· οὕτω παρ’ Ἀττ. 2) = βότρυχος, βότρυς χαίτης Ἀνθ. II. 5. 287, Νόνν. Δ. 1. 528, κτλ. 3) ἐνώτιον (ἴδε βοτρύδιον ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10. ΙΙ. εἶδος βοτάνης ἥτις καλεῖται καὶ ἀρτεμισία, Διοσκ. 3. 130. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ βόστρυχος, ὡς δεικνύει ὁ τύπος βότρυχος).