καθηδύνω
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ],
A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a. 2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.
German (Pape)
[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθηδύνω: γλυκαίνω, ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch.