ἡσυχαστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hermit, Just. Nov.5.3.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, der Einsiedler, der still lebende Mönch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσῠχαστής: -οῦ, ὁ, ἐρημίτης, μοναχός, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 29Ε, κλ. 2) ὁ ἐπιστάτης σιγῇς ἐν μοναστηρίῳ, ὁ καὶ σιλεντιάριος λεγόμενος ἐκ τοῦ Λατ. silentiarius, Ψευδο-Βασιλ. ΙΙΙ. 1312Β, C, 1313Β.