φυκιοχαίτης
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with hair like seaweed, Hsch. (expld. by ψαφαροχαίτης), PSI8.892 (iv (?) A. D.).
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, mit Haaren wie Meertang, = ψαφαροχαίτης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φῡκιοχαίτης: -ου, ὁ, «φυκιοχαίτην, ψαφαροχαίτην» Ἡσύχ.