ἁβροκόμης
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with luxuriant foliage, φοῖνιξ E.Ion920, IT 1099. II with delicate hair. Orph.H.56.2, Nonn.D.13.91, al.; (with play on both meanings) AP12.256 (Mel.):—also ἁβρό-κομος, ον, Nonn.D.13.456, Man.2.446.
German (Pape)
[Seite 4] ὁ, mit üppigem Haare, Ερως Artem. 1 (XII, 55); Βάκχος Hymn. in B. 2 (IX, 524); von Knaben, Mel. 2. 30 (XII, 256. 164); öfter bei Sp. D; – mit üppigem Laube, φοίνιξ Eur. Ion. 926, ch., Iph. T. 1099, ch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροκόμης: -ου, ὁ ἔχων λεπτὰ ἢ ζωηρὰ φύλλα· -φοῖνιξ. Εὐρ. Ἴων. 920. 1. Τ.1099. Πρβ. Ἀνθ. Π. 12. 256: -ἁβρόκομος, ον. Σιβυλλ. χρησμ. 14. 67.