ἐναιωρέομαι
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
A float or drift about in, θαλάσσῃ E.Cyc.700: abs., to be always in motion, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεύμενοι Hp.Prog.2. 2 οὖρα ἐνῃωρημένα containing suspended matter, Id.Prorrh.1.4. 3 -ούμεναι συστάσεις movable concretions, Sor.1.88.
German (Pape)
[Seite 825] darauf schweben; θαλάττῃ, auf dem Meere herumschweifen, Eur. Cycl. 604; ὀφθαλμοὶ ἐναιωρεόμενοι, aufwärts gezogene Augäpfel, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναιωρέομαι: περιφέρομαι, περιπλανῶμαι ἔν τινι τόπῳ, πολὺν θαλάσσῃ χρόνον ἐναιωρούμενον Εὐρ. Κύκλ. 700 ἀπολ., εὑρίσκομαι εἰς διηνεκῆ κίνησιν, ὀφθαλμοὶ ἐναιωρούμενοι Ἱππ. Προγν. 37· οὖρα ἐν. ὁ αὐτ. Προγν. 67.