ἀποτροφή
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ἡ,
A nourishment, support, PSI 1.76.6 (vi A.D., pl.); f.l. for ἀποστρ- in D.H.7.28, dub. in Ph.1.617 (leg. ἀπ' ο<ὐρανοῦ> τροφήν)
German (Pape)
[Seite 332] ἡ, Nahrung, Unterhalt, Dion. Hal. 7, 28; βίου Luc. D. Mer. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτροφή: ἡ, τροφή, διατήρησις, διατροφή, ἀμφ. γρ. ἐν Διον. Ἁλ. 7. 28· ἐν Φίλωνι 1. 617 ἀκολουθεῖ τῷ ἀπὸ γῆς τροφάς.