δύσμικτος
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
A v. δύσμεικτος.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.