ὀρός

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρός Medium diacritics: ὀρός Low diacritics: ορός Capitals: ΟΡΟΣ
Transliteration A: orós Transliteration B: oros Transliteration C: oros Beta Code: o)ro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A the watery or serous part of milk, whey, ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα Od.9.222 ; ὀρὸν πίνων 17.225, cf. Hp.Mul.1.29, Acut.2, Arist. HA521b27, al., Eust.1626.1, 1818.23.    2 the watery part or serum of the blood, Pl.Ti.83d.    3 the watery part of wood-tar, ὀρὸς πίσσης Hp.Ulc.12, Thphr.HP3.9.2, Paul.Aeg.3.74.    4 σπερματικὸς ὀρός seminal fluid, Placit.5.23:—the form ὀρρός is f.l. in Hp. Il.cc., Arist. l.c., Ruf.Ren.Ves.14, etc.; the form οὐρός was coined by Nic. Th.708. (Cf. Skt. sarás, Adj. 'fluid', Lat. serum.)

German (Pape)

[Seite 385] ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάθμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρός: ἀκολούθως ὀρρός (ἴδε κατωτ.)· οὖρος Νικ. Θηρ. 708· ὁ· - τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ γάλακτος, «τυρόγαλον», ναῖον δ’ ὀρῷ ἄγγεα πάντα Ὀδ. Ι. 222· ὀρὸν πίνων Ρ. 225, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἄνωτ. 2) τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ αἵματος, Πλάτ. Τίμ. 83D. 3) τὸ ὑγρὸν μέρος τῆς πίσσης, ὀρὸς πίσσης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9, 2· ἀλλαχοῦ ὀρόπισσα, ὀρρόπισσα, ἴδε Δουκάγγ. 4) ὀρὸς σπερματικός, Πλούτ. 2. 909Ε. - Ὁ τύπος ὀρρὸς πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν αὐτὸν καὶ παρ’ Ἱπποκράτει ἐν τῷ περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383. (Πρβλ. Σανσκρ. saras (ὡσαύτως saram, ὕδωρ), Λατ. serum· πρβλ. τυρός.)