ἀπανθρωπία
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
(ἀπανθρωπ-εία Poll.8.14), ἡ,
A dislike of men, Luc. Tim.44. 2 unfitness for social intercourse, J.BJ2.17.3. II unsociability, moroseness, Hp.Coac.472 (pl.); inhumanity, POxy.298.52 (i A.D.), J.AJ17.11.2.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, Menschenscheu, Luc. Tim. 44; vgl. Nigr. 21, wo es das sich verächtlich von anderen Menschen Abwenden ist; Härte, Hippocr. – Einöde, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθρωπία: ἡ, μισανθρωπία, ἡ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀποστροφή, Λουκ. Τίμ. 44. ΙΙ. ἔλλειψις ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων, σκληρότης, «ἀπανθρωπία», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 194: ἀπανθρωπεία παρὰ Πολυδ. Η΄, 14· ἀλλ’ -ία ἐν Β΄ 5., Γ΄, 64., Δ΄, 14.