Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: μηλῐνοειδής | Medium diacritics: μηλινοειδής | Low diacritics: μηλινοειδής | Capitals: ΜΗΛΙΝΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: mēlinoeidḗs | Transliteration B: mēlinoeidēs | Transliteration C: milinoeidis | Beta Code: mhlinoeidh/s |
ές,
A of a quince-yellow, Thphr.HP6.2.8,7.3.1.
[Seite 172] ές, apfel- oder quittenfarbig, quittengelb, Theophr. u. a. Sp.
μηλῐνοειδής: -ές, ἔχων χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.