στειλειόν

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

German (Pape)

[Seite 933] τό, der Stiel der Axt, der in das Oehr, στειλειά, gesteckt wird, ἐν αὐτῷ (πελέκει) στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός, Od. 5, 236.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειόν: τό, τὸ ξύλον δι’ οὗ κρατεῖται ὁ πέλεκυς, τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην στειλειή. Ὀδ. Ε. 236· ― ὡσαύτως στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. στειλαιός· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. στελεόν, στέλεχος.