ἀντιπαραλυπέω
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A annoy in turn, Th.4.80.
German (Pape)
[Seite 257] dagegen kränken, zur Vergeltung, beeinträchtigen, Thuc. 4, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαραλῡπέω: παρενοχλῶ, παραβλάπτω καὶ αὐτὸς ἐν τῷ μέρει, Θουκ. 4. 80.