μεσάζω

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσάζω Medium diacritics: μεσάζω Low diacritics: μεσάζω Capitals: ΜΕΣΑΖΩ
Transliteration A: mesázō Transliteration B: mesazō Transliteration C: mesazo Beta Code: mesa/zw

English (LSJ)

   A = μεσόω, ὁ μεσάζων τόπος (v.l. νησίζων) D.S.1.32; πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι Hp.Ep.18; νυκτὸς μεσαζούσης LXX Wi. 18.14; μεσαζούσης ἡμέρας Hdn.7.5.2; of food, to be half-cooked, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.    II Pass., to be inserted in the middle, intervene, αἱ μεσαζόμεναι λέξεις A.D.Synt.270.5, cf. Conj.255.20; of terms in an arithmetical series, Theol.Ar.39.    2 occupy a central position, τὴν γῆν ὁ μῦθος λέγει μεσάζεσθαι Eust.1389.38.

German (Pape)

[Seite 136] = μεσόω, in der Mitte sein; Hippocr.; Schol. Eur. Med. 60; Sp.; μεσαζούσης ἡμέρας, am Mittag, Hdn. 7, 3, 2; – halbiren, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μεσάζω: μέλλ. -άσω, = μεσόω, ὁ μεσάζων τόπος (διάφ. γραφ. νησίζων) Διόδ. 1. 32· πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.· μεσαζούσης τῆς ἡμέρας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡρῳδιαν.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 267, Εὐστ., κτλ. ΙΙ. οἱ μεσάζοντες, παρὰ τῇ αὐλῇ τῶν Βυζαντίνων, ὑπουργοί, ὑπάλληλοι, Ἄννα Κομν. 14, σ. 436, Νικήτ. Μαν. 1, 3, Παχυμ. 5, 6.