γόγγρος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ὁ,
A conger-eel, Antiph.26.12, Alex.15.15, Arist.HA571a28, etc. II tubercular disease in olive-trees, Thphr.HP1.8.6.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, 1) ein Meeraal, conger, Arist. H. A. 8, 2. 13; Opp. H. 1, 521; öfter Ath. bes. VII, 288 c ff – 2) Knorren an Bäumen, Theophr. H. Pl. 1, 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
γόγγρος: ὁ, ἔγχελυς τῆς θαλάσσης, Λατ. conger, Ἄλεξ. Ἑπτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 6, κτλ.· ἐντεῦθεν ὑποκορ. γογγρίον, τό Σχόλ. Ὀππ. IΙ. ἔκφυσίς τις τῶν δένδρων, ῥόζος, Θεόγρ. Ι. Φ. 1. 8, 6.