πιππίζω
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
A pipe, cheep, or chirp like young birds, Ar.Av.306.
German (Pape)
[Seite 618] auch πιπίζω geschrieben, piepen, wie junge Vögel schreien, Ar. Av. 307; vom Wiedehopf, Poll. 5, 89.
Greek (Liddell-Scott)
πιππίζω: κάμνω πῖ πῖ, ἐπὶ ὀρνέων, ἰοὺ ἰοὺ τῶν ὀρνέων, ἰοὺ τῶν κοψίχων οἷα πιππίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ἀριστοφ. Ὄρν. 307· τὰ Ἀντίγραφ. ἐνίοτε ἔχουσι πιπίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιπ(π)ίζειν· κατὰ μίμησιν ἡ λέξις πεποίηται τῆς τῶν ὀρνέων φωνῆς».