λαγνεία
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
Ion. λαγν-είη, ἡ,
A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117. II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.
German (Pape)
[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).
Greek (Liddell-Scott)
λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.